- πρόσφαγμα
- -άγματος, τὸ, Α [προσφάζω]1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.)2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.)3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η θυσία («σῶν ἀνοσίων προσφαγμάτων», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.